γλισχρότης

γλισχρότης
γλισχρότης
stickiness
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • γλισχρότητα — γλισχρότης stickiness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλισχρότητι — γλισχρότης stickiness fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλισχρότητος — γλισχρότης stickiness fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλισχρότητα — η (Α γλισχρότης) [γλίσχρος] 1. πενιχρότητα («η γλισχρότητα τών πόρων») αρχ. 1. η ιδιότητα τού κολλώδους, το να κολλάει κάτι 2. γλιστεράδα 3. φιλαργυρία, τσιγγουνιά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”